- κορτικοειδής
- -ές(βιοχ.) στον πληθ. τα κορτικοειδήκαθεμιά από τις 40 περίπου οργανικές ενώσεις που ανήκουν στην οικογένεια τών στεροειδών και απαντούν στη φλοιώδη ουσία τών επινεφριδίων, αλλ. κορτικοστεροειδή.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. corticoids < cortico- (< λατ. cortex, -icis «φλοιός» + συνδετικό φωνήεν -ο-) + -id- (πρβλ. -ειδής < είδος)].
Dictionary of Greek. 2013.